Greek English

ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Το ασβέστιο είναι ένα από τα πιο άφθονα μεταλλικά στοιχεία στο ανθρώπινο σώμα και έχει ζωτικό ρόλο στην ανθρώπινη φυσιολογία. Τα επίπεδα ασβεστίου του ορού υπόκεινται σε αυστηρή ρύθμιση και η ανεπαρκής πρόσληψη ασβεστίου καλύπτεται από την αποτελεσματική εντερική απορρόφηση και τη νεφρική διατήρησή του. Παρά το γεγονός ότι η πρόσληψη ασβεστίου δε σχετίζεται με τα επίπεδα του ασβεστίου του ορού, διατροφή φτωχή ή πολύ πλούσια σε ασβέστιο μπορεί να παρακάμψει την φυσιολογική ομοιοστατική ρύθμιση προκαλώντας αλλαγές στα επίπεδα ασβεστίου του αίματος ή των ασβεστιοτρόπων ορμονών. Υψηλά επίπεδα ασβεστίου στον ορό μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα μέσω πρόκλησης θρομβοφιλίας. 

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΣ 

Το ασβέστιο είναι το πιο συχνό μεταλλικό ιόν που απαντάται στο ανθρώπινο σώμα. Ο σκελετός ενός ενήλικα περιέχει 1-1,5 κιλά ασβεστίου (20-25 mg/κιλό ελεύθερου λίπους ιστού) και αντιπροσωπεύει το 99% του ασβεστίου στο σώμα, ενώ το υπόλοιπο 1% κυκλοφορεί στον εξωκυττάριο χώρο. Το ασβέστιο του εξωκυττάριου χώρου ανευρίσκεται υπό τρείς μορφές: 

α) συνδεδεμένο με πρωτεΐνες, 

β) δισθενές ιόν (Ca2+), 

γ) ως συμπλέγματα αλάτων ασβεστίου που μπορούν να διαχέονται. 

Με τις μορφές αυτές το ασβέστιο είναι απαραίτητο για την αλάτωση των οστών και οδόντων, την μυϊκή σύσπαση, την ρύθμιση της νευρομυϊκής διεγερσιμότητας, τη λειτουργία του καρδιακού μυός, την πήξη του αίματος, την επιλεκτική διαπερατότητα των κυτταρικών μεμβρανών και την απελευθέρωση των ορμονών από τα ορμονοπαραγωγικά κύτταρα. Επιπλέον, παίζει σημαντικό ρόλο ως ένας ενδοκυττάριος δεύτερος αγγελιοφόρος για την δράση των ορμονών στην επιφάνεια των κυττάρων, ενώ συμμετέχει στην κυτταρική αύξηση και τον μεταβολισμό. 

Η συγκέντρωση του ασβεστίου που βρίσκεται στον ορό ρυθμίζεται από: 

1) την παραθορμόνη, 

2) τη βιταμίνη D, 

3) την καλσιτονίνη και 

4) το μαγνήσιο. 

Μεταβολές στην συγκέντρωση του ασβεστίου του αίματος προκαλούν αντίστροφες μεταβολές στην έκκριση παραθορμόνης (PTH). Η υπασβεστιαιμία διεγείρει την έκκριση της PTH η οποία δρα στα οστά, έντερο (έμμεσα μέσω βιταμίνης D) και νεφρά αυξάνοντας την συγκέντρωση ασβεστίου καθώς και τον λόγο Ca/P. Η οξεία δράση της PTH στα οστά συνίσταται σε διέγερση της οστεοκλαστικής 

δραστηριότητας με ταυτόχρονη αναστολή της οστεοβλαστικής δραστηριότητας με τελικό αποτέλεσμα την απελευθέρωση Ca και P. Στα νεφρά η PTH διεγείρει την επαναρρόφηση Ca και αυξάνει την απέκκριση φωσφόρου με αποτέλεσμα φωσφατουρία. Η PTH διεγείρει την υδροξυλίωση της 25(OH) βιταμίνης D3 σε 1,25(OH)2D3 οποία αποτελεί τη δραστική μορφή της βιταμίνης D που δρα στο έντερο και αυξάνει την απορρόφηση ασβεστίου. 

Οι διαταραχές του μεταβολισμού του ασβεστίου μπορεί να προκαλούνται από συγγενή απουσία ή επίκτητη βλάβη των παραθυρεοειδών (υποπαραθυρεοειδισμός), αδένωμα ή υπερπλασία των παραθυρεοειδών (πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός), έλλειψη βιταμίνης D, μοριακές διαταραχές του υποδοχέα της PTH (ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός) ή διαταραχή του υποδοχέα βιταμίνης D (αντίσταση στη βιταμίνης D) και σε νεφρικές νόσους που περιορίζουν την απέκκριση φωσφόρου και την παραγωγή 1,25 (OH)2D3 με αποτέλεσμα υπασβεστιαιμία και δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό. 

Το πεπτίδιο που σχετίζεται με την PTH (Parathyroid Hormone-related Peptide, PTH-RP) είναι πρωτεΐνη με αμινοτελικό άκρο (αλυσίδα 14 αμινοξέων) ανάλογο του αμινοτελικού άκρου της PTH, με αποτέλεσμα να δεσμεύεται στον υποδοχέα PTH και να προκαλεί υπερασβεστιαιμία. Εκκρίνεται απ’ τους παραθυρεοειδείς αδένες του εμβρύου και παίζει ρόλο στο μεταβολισμό του ασβεστίου του εμβρύου και στην ανάπτυξη των οστών του εμβρύου. Στους ενήλικες παράγεται σε μεγάλα ποσά από το μαζικό αδένα θηλάζουσας μητέρας και εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Η σπουδαιότητα του σε παιδιά και ενήλικες δεν είναι εξακριβωμένη. 

Επιπλέον, η ελάττωση των επιπέδων ασβεστίου προκαλεί αναστολή της έκκρισης καλσιτονίνης (CT). Η CT ελαττώνει το ασβέστιο του αίματος δια μέσου αναστολής της οστεοκλαστικής δραστηριότητας. Τα επίπεδα CT είναι σχετικά αυξημένα στο έμβρυο και ενδεχομένως παίζουν ρόλο στο μεταβολισμό των οστών του εμβρύου. Ωστόσο η επίδραση της CT στο μεταβολισμό των οστών σε παιδιά και ενήλικες υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι μηδαμινή ενώ η έλλειψη CT δεν έχει σημαντική επίδραση στην ομοιόσταση του ασβεστίου. Η CT χρησιμεύει ως δείκτης για το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς. 

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΠΕΡΑΣΒΕΣΤΙΑΙΜΙΑΣ 

Η αύξηση του ολικού ασβεστίου συνοδεύεται κατά κανόνα και από αύξηση του ιοντισμένου και μπορεί να συνοδεύεται από ποικιλία συμπτωμάτων όπως ανορεξία, ναυτία, εμέτους, δυσκοιλιότητα, υποτονία. Όταν το ασβέστιο του ορού ξεπεράσει τα 12 mg/100ml προκαλείται μυϊκή εξασθένηση και λήθαργος λόγω κεντρικής δράσης. Η επίμονη υπερασβεστιαιμία μπορεί να προκαλέσει εναπόθεσή του σε μη 

φυσιολογικές θέσεις, όπως στα τοιχώματα των αγγείων, στο συνδετικό ιστό, στις αρθρώσεις, στον κερατοειδή, στο νεφρικό παρέγχυμα. Υπερασβεστιαιμία μπορεί να ανιχνευθεί κατά την εργαστηριακή διερεύνηση διαφόρων κλινικών συνδρόμων ή ως τυχαίο εύρημα σε ασυμπτωματικούς ασθενείς. 

Οι εργαστηριακές εξετάσεις είναι πολύτιμες στην εκτίμηση ασθενών με υπερασβεστιαιμία. Έτσι η μέτρηση PTH σε συνδυασμό με την εκτίμηση των επιπέδων ασβεστίου, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαφορική διάγνωση των δύο βασικών αιτιών της υπερασβεστιαιμίας (υπερπαραθυρεοεισμός και υπερασβεστιαιμία νεοπλασιών). Στον υπερπαραθυρεοειδισμό παρατηρούνται υψηλές τιμές PTH με χαμηλές PTH-RP και στην υπερασβεστιαιμία νεοπλασιών υψηλές τιμές PTH-RP με χαμηλές τιμές PTH. 

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΠΑΣΒΕΣΤΙΑΙΜΙΑΣ 

Η ελάττωση της συγκέντρωσης των ελεύθερων ιόντων ασβεστίου στο πλάσμα έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της νευρομυϊκής διεγερσιμότητας με συνέπεια εμφάνιση τετανίας (αυτόματες τονικές μυϊκές συσπάσεις). Οι επώδυνοι σπασμοί του καρπού και ο λαρυγγικός συριγμός είναι από τις σοβαρότατες εκδηλώσεις τετανίας. 

Οι εργαστηριακές τιμές του ασβεστίου στην περίπτωση υπασβεστιαιμίας είναι: 

 < 2.1 mmol/L ή 9 mg/dl 

 ή στην περίπτωση του ιονισμένου ασβεστίου < 1.1 mmol/L (4.5 mg/dL).