Greek English

ΟΞΥΓΟΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ και Μη Επεμβατικός Μηχανικός Αερισμός (ΜΕΜΑ) σε ασθενείς με αναπνευστική ανεπάρκεια

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Με τον όρο επείγουσα οξυγονοθεραπεία, αναφερόμαστε στην χορήγηση συμπληρωματικού οξυγόνου στον ασθενή προκειμένου να βελτιώσουμε την παροχή οξυγόνου στους ιστούς και τα κύτταρα σε καταστάσεις οξείες, επικίνδυνες για τη ζωή του ασθενούς (όπως καρδιακή και αναπνευστική ανακοπή, η καταπληξία, καταστάσεις χαμηλής καρδιακής παροχής παρουσίας μεταβολικής οξέωσης), όπου  o κορεσμός της αιμοσφαιρίνης σε οξυγόνο είναι  < 90%.

Η οξυγονοθεραπεία εφαρμόζεται για τη διόρθωση της υποξαιμίας (μειωμένη ποσότητα οξυγόνου στο αρτηριακό αίμα), και όχι τόσο για τη βελτίωση της αίσθηση της δύσπνοιας, και πάντα πρέπει να τιτλοποιείται με το SpO2 ή τις μετρήσεις των αερίων του αίματος.

Σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς, η οξυγονοθεραπεία σε υψηλές ροές θα πρέπει να έχει στόχο ένα κορεσμό της αιμοσφαιρίνης σε επίπεδα 94-98%.

Ωστόσο, σε ασθενείς με υπερκαπνική αναπνευστική ανεπάρκεια (αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου ΙΙ), κατάσταση συχνή σε ασθενείς με ΧΑΠ, ο στόχος είναι SpO2 = 88-92%. Εάν δεν καταστεί δυνατό χωρίς την εμφάνιση υπερκαπνίας, η εφαρμογή Μη Επεμβατικού Μηχανικού Αερισμού (ΜΕΜΑ) είναι η μόνη θεραπευτική επιλογή που επιτρέπει την αποφυγή της διασωλήνωσης. Πρόκειται για μια σχετικά νέα μορφή μηχανικού αερισμού, στην οποία ο αέρας παρέχεται στον αεραγωγό όχι με ενδοτραχειακό σωλήνα , αλλά με μάσκα μύτης ή προσώπου.

Η  εφαρμογή Μη Επεμβατικού Μηχανικού Αερισμού, λοιπόν, μειώνει την πιθανότητα διασωλήνωσης και ανάγκης παραμονής σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), καθώς και το συνολικό χρόνο νοσηλείας του ασθενούς με ΧΑΠ και οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια. Γεγονός που αποδίδεται στο ότι ελαττώνονται δραματικά οι επιπλοκές που σχετίζονται με τη διασωλήνωση και την παρουσία του ενδοτραχειακού σωλήνα ( λοιμώξεις κτλ) καθώς και με το γεγονός πως οι ασθενείς σιτίζονται και κινητοποιούνται γρηγορότερα.

Ο ΜΕΜΑ, μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας, όπως μυοσκελετικές παθήσεις (A.L.S., νόσος Duschenne), πνευμονία  και βρογχεκτασίες. Έχει θέση στη θεραπεία του καρδιογενούς πνευμονικού οιδήματος, με υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Τέλος, εφαρμόζεται σε  ασθενείς με Σύνδρομο Αποφρακτικής Υπνικής  Άπνοιας, σε μετεγχειρητική αναπνευστική ανεπάρκεια, μετά την αποσωλήνωση σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για επαναδιασωλήνωση , ακόμη και σε ασθενείς σε τελικό στάδιο νόσου ως παρηγορική θεραπεία.

Γι’ αυτούς τους λόγους, πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμος σε νοσηλευτικά ιδρύματα που αντιμετωπίζουν αναπνευστικά –και όχι μόνο- περιστατικά. Η εφαρμογή της μεθόδου ξεκίνησε από τις ΜΕΘ, σήμερα όμως μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε τμήμα που αντιμετωπίζει ασθενείς με αναπνευστική ανεπάρκεια (επείγοντα, μονάδα αυξημένης φροντίδας, κοινός θάλαμος), εφόσον τηρούνται σχολαστικά οι προϋποθέσεις εφαρμογής, υπάρχει εκπαιδευμένο προσωπικό κι εξασφαλίζεται η κατάλληλη παρακολούθηση του ασθενούς.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ
MSc Ιατρικη του υπνου
Πνευμονολογος-Φυματιολογος